http://el-greco-gr.blogspot.gr/
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΥΦΟΣ περιοδικό για τα γράμματα

ΥΦΟΣ περιοδικό για τα γράμματα
«O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…». Γκαίτε

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ-ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΑΘΗΝΑ 



ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ-ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Τον καιρό που ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης ο επιλεγόμενος Κύων ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία.

Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο “όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της” ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως “τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια” και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Ήταν όμως και πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη.
Ανάμεσα στους “πελάτες” της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαΐς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε:
«Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω».
Ο Διογένης δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαΐδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε “ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν”, δηλαδή "δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές (2.000 ευρώ) κάτι για το οποίο θα μετανιώσω".
Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα δωρεάν. Ο Διογένης συμφώνησε. Η Λαΐς όμως, αφού έσβησε τη λυχνία που φώτιζε το δωμάτιο που δεχόταν, κανόνισε να πάρει τη θέση της μια κακάσχημη υπηρέτριά της, και από αυτήν τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. 
Όταν άναψε πάλι την λυχνία η εταίρα, αντιλήφθηκε το πάθημά του, το οποίο εκείνη φρόντισε, παίρνοντας την εκδίκησή της, να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης δεν πτοήθηκε λέγοντας: "Λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή ομοία."
"Αμα σβήσει το φως, όλες οι γυναίκες ίδιες είναι"
~~~
Όταν ο δούλος του Αρίστιππου το έμαθε, είπε στο αφεντικό του ότι ενώ αυτός ξόδευε τόσα λεφτά για τη Λαΐδα, ο Διογένης, για να είναι ευφυής απολάμβανε δωρεάν την εύνοιά της. 
Τότε ο Αρίστιππος του απάντησε:

“Εγώ την πληρώνω για να ευχαριστεί εμένα, όχι για να μην ευχαριστεί τους άλλους”.
~~~
[Την αρχαία αυτή ιστορία παραθέτει και ο Βοκάκιος στο «Δεκαήμερο», στο διήγημα «Το πάθημα του Επισκόπου».]

[ΕΙΚΟΝΕΣ: 
Λαΐς η Κορινθία, του Χανς Χόλμπαϊν του 1526. [επάνω]
Διογένης, του Ζαν Λεόν Ζερόμ, 1860 [αριστερά]
Αρίστιππος [δεξιά]

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ: ΣΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΤΑΤΟΥ ΜΟΥ Ο.Ρ.


 Dionisis Vitsos 
ΖΑΚΥΝΘΟΣ



ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ: ΣΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΤΑΤΟΥ ΜΟΥ Ο.Ρ.

Γελώ σαν βλέπω λεύκωμα, με δίσκο παροιμοιάζει
Που διακονεύει παινεσιές κι εκείνος που του ρίχνει
Με ψυχικάρη πονηρό … με δανειστή ταιριάζει,
Που παίρνει τόκο τρία στα δυό και πως χαρίζει δείχνει!
Ειν' έκθεση το λεύκωμα που νοικοκύρης κι άλλοι
Παλεύουν ποιος θα πρωτοβγεί στις γνώσεις και στα κάλλη.
Καλέστηκα, και σαν ζουρλός στίχους κι εγώ στυλώνω
Και αν εις το νου, στης φαντασιάς το πάλεμα δεν πέσω,
Ζητώ από κάθε φρόνιμο για διάφορό μου μόνο μιαν ευχή: 
«Στης Μούσας πια ποτέ τα δίχτυα να μην ντέσω.
Στης λάσπης μέσα τον πνιμμό, στης ύλης το παζάρι,
Παρά κονδύλι στιχουργού, κάλιο σκαφτιά λισγάρι.
Εν Ζακύνθω, Οκτώβριος 1881 
Ι. Γ. ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ, Περιοδικό ΠΟΚΙΛΗ ΣΤΟΑ 1881
                                               ~~~~~


[ΛΕΥΚΩΜΑ: Βιβλίο με λευκές σελίδες όπου γράφονται από τον κάτοχο ή φιλικά του πρόσωπα σύντομες σκέψεις ή άλλα κείμενα προσωπικού χαρακτήρα.]
[ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ (1853 - 1908) : Ζακυνθινός κουρέας, λυρικός και σατιρικός ποιητής και μουσικοσυνθέτης.

Ήταν αυτοδίδακτος, αλλά στα δεκαοχτώ του χρόνια γνώριζε γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά και έπαιζε καλά κιθάρα.Την ίδια εποχή έγινε συνιδρυτής (από κοινού με τους Μαρτζώκη, Επισκοπόπουλο, Δεβιάζη, Πελεκάση και άλλους) και βασικός χρηματοδότης του περιοδικού Ποιητικός Ανθών. Το περιοδικό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από λόγιους όπως ο Ανδρέας Λασκαράτος και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, επαινέθηκε από τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους. Στις σελίδες του ο Τσακασιάνος δημοσίευσε πλήθος στίχων, κυρίως με το ψευδώνυμο Σπουργίτης. Λίγο αργότερα αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, έγινε ιμπρεσάριος και εργολάβος θερινού θεάτρου, που ανεγέρθηκε στη Ζάκυνθο με προσωπικά του έξοδα. Η γνωριμία του με μια πρωταγωνίστρια του θεάτρου Ροσσίνι στη Νάπολη του γέννησε την ιδέα για τη δημιουργία θιάσου, ο οποίος όμως δεν ευδοκίμησε και οδήγησε τον Τσακασιάνο σε οικονομική καταστροφή. 
Εγκατέλειψε τη γενέτειρά του και ταξίδεψε στην Αθήνα, όπου εξέδωσε τη σατιρική ποιητική συλλογή Κόντε Σπουργίτης και το Πρωτοχρονιάτικο δώρο, που γνώρισαν επιτυχία. 
Επέστρεψε στη Ζάκυνθο και άνοιξε βιβλιοπωλείο, επιχείρησε που επίσης πτώχευσε. 
Με παρέμβαση πολιτικών κύκλων της Ζακύνθου και ενέργειες της Σοφίας Τρικούπη διορίστηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη υποτελώνης, αρχικά στο Φισκάρδο και στη συνέχεια στην Ιθάκη, την Κόπρενα, την Κυπαρισσία, τον Πόρο, την Άρτα, τη Λευκάδα, τη Λάρισα και το Ναύπλιο, συνέχισε ωστόσο να ξοδεύει όσα χρήματα κέρδιζε. 
Πέθανε στο Ναύπλιο και κηδεύτηκε στη Ζάκυνθο.]


~~~~~~~~~~~~~

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Από τη «ζεστασιά» της τάξης του, στο πλευρό αυτών που δε σηκώνουν τ’ άδικο

ΠΡΟΣΩΠΑ


Γράφει ο Οικοδόμος //

Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας· ήταν ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας που με τη ζωή και το έργο του στάθηκε η αφορμή να γνωρίσουμε την Ισπανία του μόχθου, της αντίστασης και της προόδου.
Γεννήθηκε στις 5 Ιούνη του 1898 στο χωριό Φουέντε Βακέρος (κοντά στη Γρανάδα). Απόγονος εύπορης και μορφωμένης οικογένειας, είχε εξασφαλισμένη μια λαμπρή πορεία στη «ζεστασιά» της τάξης του. Όμως από νωρίς αποφάσισε ότι δεν θα ακολουθούσε την ήδη χαραγμένη ρότα. Αντικρίζοντας τον πόνο και την φτώχεια της μεγάλης μάζας των συμπατριωτών του συνειδητοποίησε τους «κανόνες» του συστήματος της εκμετάλλευσης και ακολούθησε ολόψυχα τον δρόμο της σύγκρουσης με την αδικία και τους εκφραστές της.

Παντέρμη

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

―Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
―Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;

Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
―Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

―Ποιός ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.

―Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
άσ τη και να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

Federico Garcia Lorca
(απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης)

Φιλομαθής (σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία ενώ πήρε πτυχίο και από τη Νομική σχολή), φιλότεχνος (λάτρευε τη μουσική), αντισυμβατικός, άρχισε να γράφει από νεαρή ηλικία και να εκδηλώνει μέσα από το έργο του την εναντίωσή του απέναντι στον πόλεμο και το αντιδραστικό πλαίσιο της καθολικής εκκλησίας. Το ταξίδι του στις ΗΠΑ (σε ηλικία 31 ετών, τη χρονιά που ξέσπασε το «κραχ»), θα σταθεί η αφορμή να προσεγγίσει από μαρξιστική σκοπιά την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο που «άνθιζε» στη μητρόπολη του καπιταλισμού. Εκεί, στη Νέα Υόρκη θα μπει στον κόσμο του θεάτρου.
Δυο χρόνια αργότερα επιστρέφει στην Ισπανία και περιοδεύει με θίασο σε όλη την επικράτεια. Το ανέβασμα του έργου του «Γέρμα» προκαλεί την αντίδραση των φασιστών που δημιουργούν επεισόδια κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Ο Λόρκα περνά στο στόχαστρο της αντίδρασης.


Τον Ιούλη του 1936 ο στρατηγός Φράνκο καταλαμβάνει με πραξικόπημα την εξουσία. Στις 19 Αυγούστου ο Λόρκα τουφεκίζεται πισώπλατα από φασίστες παρακρατικούς στο Βιθνάρ (στα περίχωρα της Γρανάδα) στα 38 του χρόνια, και περνά το κατώφλι της αθανασίας για να πάρει τη θέση του δίπλα σ’ αυτούς που με τη ζωή και το έργο τους προσπάθησαν να «μερέψουν» τον άνθρωπο και να κάνουν τον κόσμο καλύτερο.
Ισπανός στην καταγωγή ο Λόρκα, μα δεν άργησε να “γίνει” και Αμερικανός, Ρώσος, Αφρικανός, πανανθρώπινος. Ο ποιητής που με το έργο του τραγούδησε την αγάπη αλλά και το θάνατο και, μισώντας την αδικία, αντιτάχτηκε στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ήταν φυσικό να αγαπηθεί με πάθος αλλά και να μισηθεί θανάσιμα, όπως όλοι οι αληθινά μεγάλοι.

12 Τραγούδια του F.G Lorca
Απόδοση στα ελληνικά: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Γιάννης Γλέζος
Ενορχήστρωση-Διεύθυνση: Νίκος Μαμαγκάκης
Ερμηνεύει: Γιάννης Πουλόπουλος
Ερμηνεύει: Έλενα Κυρανά

1.Το τραγούδι του καβαλάρη
2.Σεβιλλιάνικο νανούρισμα
3.Οι ρηγάδες της τράπουλας
4.Το πρώτο φιλί-Έλενα Κυρανά
5.Θάνατος την αυγή
6.Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά
7.Κόρντοβα
8.Μπαλκόνι
9.Αποχαιρετισμός
10.Κεφαλοδέσι-Έλενα Κυρανά
11.Χάρτινο τριαντάφυλλο
12.Μπαλάντα των τριών ποταμών

Κόρντοβα, μακρινή και μόνη
Κόρντοβα, μακρινή και μόνη

Πουλάρι μαύρο, φεγγάρι γεμάτο κι ελιές στο δισάκι μου
Αν και τους ξέρω τους δρόμους, ποτέ δε θα φτάσω στη Κόρντοβα
Αχ τι ατέλειωτος δρόμος, αχ, πουλάρι μου γενναίο
Ο θάνατος, αχ, με καρτεράει, προτού να φτάσω στη Κόρντοβα

Κόρντοβα, μακρινή και μόνη
Κόρντοβα, μακρινή και μόνη

Μέσα από τον κάμπο, μέσ’ από τον άνεμο, πουλάρι μαύρο φεγγάρι κόκκινο
ο θάνατος με παραμονεύει, από τους Πύργους της Κόρντοβα
Αχ τι ατέλειωτος δρόμος, αχ, πουλάρι μου γενναίο
Ο θάνατος, αχ, με καρτεράει, προτού να φτάσω στη Κόρντοβα

Κόρντοβα, μακρινή και μόνη
Κόρντοβα, μακρινή και μόνη…

Δημοφιλής και πολυαγαπημένος ο Λόρκα στη χώρα μας· το έργο του (ποίηση-θεατρικά έργα) αποδόθηκε από σπουδαίους ποιητές μας και συγγραφείς και μελοποιήθηκε από μεγάλους και καταξιωμένους συνθέτες. Τραγουδήσαμε και τραγουδάμε τους στίχους του σε στιγμές ανάτασης, έρωτα, χαράς ή μελαγχολίας, τόσο που να τον νιώθουμε πια «δικό» μας, έναν από τους δικούς μας μεγάλους. Ο μοναχικός καβαλάρης του πάθους και του φωτός, της ποίησης και του έρωτα, που κίνησε για το «ταξίδι» αν και γνώριζε πόσο κακοτράχαλος ήταν ο δρόμος, θα κρατά πάντα μια θέση στην καρδιά μας.

_________________

*από το: Ατέχνως

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Ποίηση της Αννας Μάντησον - Δαμιανού













              Προσέχετε θνητοί

Προσέχετε  θνητοί
τα πραττόμενα σας εν τη ιερή τη γη ,
διότι αυτή είναι ο μάρτυρας
που θα σας υπερασπιστεί
ή ο ένορκος που θα εναντιωθεί ,
επί τον λόγον υμών
εις το δικαστήριον  ,
μπροστά εις τον δικαστή της ζωής .
Και για τις καλές σας πράξεις
Θα λάβετε την ελευθερίαν σας ,
το θείο δώρο , αυτό το πολυπόθητο του ανθρώπου
που από την υπερηφάνεια και την ανυπακοή του ,
το έχασε .
Τότε που ο Ίκαρος πλησίασε τον ήλιο
κι  τα φτερά του ελύγισαν  , κι έπεσε στο πέλαγος
κι από τότε η ψυχή του ανεμοδέρνεται ,
στους ψυχρούς ανέμους και στα ατσαλένια κύματα ,
του Ποσειδώνος αντρειωμένα .
Η γαία θα σας αφήσει να πετάξετε ,
σαν  τα πουλιά στον ουρανό,
θα σας ελευθερώσει απ’ τα δεσμά που σας δένουν
στη γη τούτη .
Κι όμως για τις κακές σας πράξεις θα τιμωρηθείτε.
Θα σας επιβάλει ο μέγας δικαστής το βαρύ δώρο ,
θα γίνεται επίσης συμπάσχοντες του Άτλαντα , αντιπρόσωποι του Εγκέλαδου ,
 που όταν αυτός ανακάθεται και σείεται η γη ,
ο σεισμός προς του ανθρώπους προειδοποίηση ,
πως έχουν την ελπίδα ελεύθεροι να γίνουν.
Και η ψυχή σας θα κομματιάζεται και θα αργοπεθαίνει
δια την τότε ,των άλλων ομοίων σας
δεν νοιαστήκατε ,
την ελπίδα .
Προσέχετε θνητοί ,
τι πράττετε εν τη ιερή τη γη
διότι  τα δέντρα είναι οι οφθαλμοί της ,
οι θάμνοι τα αυτιά της
και τα λουλούδια το στόμα της .

Αννα Μάντησον - Δαμιανού

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Εκδήλωση παρουσίαση της έκδοσης του συλλογικού τόμου "Κράτη και πολίτες. Κοινότητα, ταυτότητα, διαφορετικότητα" με την επιστ. επιμέλεια των Γκόλφω Μαγγίνη & Ελένη Λεοντσίνη, από τις εκδόσεις ΣΜΙΛΗ

Πρόσκληση: ΚΡΑΤΗ & ΠΟΛΙΤΕΣ

Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, φίλες και φίλοι,
Θα ήταν ιδιαίτερη χαρά να μας τιμήσετε με την παρουσία σας στην εκδήλωση που διοργανώνουν οι εκδόσεις ΣΜΙΛΗ με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του συλλογικού τόμου Κράτη και πολίτες. Κοινότητα, ταυτότητα, διαφορετικότητα με την επιστ. επιμέλεια των Γκόλφω Μαγγίνη & Ελένη Λεοντσίνη. Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016 και ώρα 7.30 στο Arthens (Αιόλου 77 και Ευριπίδου γωνία).
Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι καθηγητές Χαράλαμπος Μπαμπούνης και Παναγιώτης Νούτσος και ο Δρ. Γιώργος Σιακαντάρης. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο αναπλ. καθηγητής Αντώνης Χατζημωυσής.
Κατά την παρουσίαση θα μιλήσουν και δύο εκ των συγγραφέων του συλλογικού τόμου, οι καθηγητές Andrius Bielskis και Κώστας Δουζίνας.
Επισυνάπτεται η πρόσκληση των εκδόσεων ΣΜΙΛΗ και το δελτίο Τύπου.
Με εκτίμηση,
Ελένη Λεοντσίνη
Γκόλφω Μαγγίνη



ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΣ
Επιστηµονική επιµέλεια:
Γκόλφω Μαγγίνη – Ελένη Λεοντσίνη
Συλλογικό έργο
Kwame Anthony Appiah, Seyla Benhabib, Andrius Bielskis,
 Wendy Brown, Κώστας Δουζίνας,
 Nikolas Kompridis, Ελένη Λεοντσίνη, 
Γκόλφω Μαγγίνη, Sibyl Schwarzenbach
Σελ.: 496
Isbn: 978-960-6880-63-6

Στο πλαίσιο του κυρίαρχου νεωτερικού φιλοσοφικού «παραδείγµατος», τα προτάγµατα του ευρωπαϊκού Διαφωτισµού συνοδεύτηκαν, τις περισσότερες φορές, από αξιώσεις για οικουµενισµό και αµεροληψία. H «πολιτική της καθολικότητας», σύµφωνα µε τη διατύπωση του Καναδού φιλοσόφου Charles Taylor, αναδείχθηκε συχνά σε πολέµια της ανάδειξης των επιµέρους ταυτοτήτων –εθνικών, εθνοτικών, φυλετικών, θρησκευτικών ή έµφυλων–, στο µέτρο που αυτές θα λειτουργούσαν υπονοµευτικά για θεµελιώδεις αρχές της ατοµικότητας, όπως η αυτονοµία, η ελευθερία και η ισότητα. Η σύγχρονη πολιτική και η κοινωνική φιλοσοφία αµφισβήτησαν αυτή τη σχηµατική αντιπαράθεση οικουµενισµού και µερικοκρατίας. Ο ανά χείρας συλλογικός τόµος περιλαµβάνει ένα σύνολο πρωτότυπων και µεταφρασµένων µελετών από αναγνωρισµένους σύγχρονους πολιτικούς και κοινωνικούς φιλοσόφους για θέµατα όπως ο κοσµοπολιτισµός, η πολυπολιτισµικότητα, η πολιτική φιλία, η πολιτική της κουλτούρας, αλλά και θέµατα αµιγώς πολιτικής υφής, όπως αυτά των ανθρώπινων δικαιωµάτων και της ανεκτικότητας. Υπό το πρίσµα αυτό, το τρίπτυχο κοινότητα - ταυτότητα - διαφορετικότητα αναπτύσσεται σε τέσσερεις θεµατικές ενότητες, οι οποίες φιλοδοξούν να ανασυγκροτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες συνάφειες του εν λόγω τρίπτυχου µέσα από διαφοροποιηµένες, ενίοτε συγκρουόµενες, ερµηνευτικές προσεγγίσεις. Η ανάδειξη των προβληµατικών αυτών έχει ευρύτερη σηµασία τόσο για τη σύγχρονη φιλοσοφία όσο και για τα πεδία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστηµών. Οι µελέτες του τόµου απευθύνονται όµως, πέραν της ακαδηµαϊκής κοινότητας, και σε ένα ευρύτερο κοινό, του οποίου η ευαισθησία και το κριτικό πνεύµα µπορούν να εµπλουτιστούν από τις θεωρητικές προκλήσεις που αυτές θέτουν στο πνεύµα της εποχής, αλλά και στις επιτακτικές ανάγκες της κοινωνίας µας.
Η Γκόλφω Μαγγίνη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων. Σπούδασε φιλοσοφία στα Πανεπιστήµια Αθηνών, Παρισίων IV και XII καθώς και στο SUNY at Stony Brook. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στη νεότερη και σύγχρονη φιλοσοφία, τη φαινοµενολογία, τη φιλοσοφία της τεχνολογίας και τη σύγχρονη πρακτική φιλοσοφία.
Η Ελένη Λεοντσίνη είναι επίκουρη καθηγήτρια φιλοσoφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων. Σπούδασε φιλοσοφία στα Πανεπιστήµια Αθηνών, University College London και Γλασκώβης. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στην ιστορία της φιλοσοφίας, µε έµφαση στον Αριστοτέλη, και στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία.


Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Της κουμπάρας που έγινε νύφη


Αθήνα 1890
Αρχείο Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος

Της κουμπάρας που έγινε νύφη

Μια κόρη κάνταν κ' ύφαινε και λιανοτραγουδούσε
κι ένα πουλί, χρυσό πουλί, πα' στο ξυλόχτενό της.
-”Εσύ, κόρη μου, τραγουδείς, φαίνεις, νυφανταρίζεις,
και ο καλός σ' παντρεύεται, άλλη γυναίκα παίρνει,
κι εσένα σ' εκαλέσανε, συντέκνισσα να γένεις”.
Τρέχει και παν' στη μάνα της δάκρυα φορτωμένη.
-”Τ' έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;”
-”Μάνα μ', καλός μ' παντρεύγεται, άλλη γυναίκα παίρνει
κι εμένα μ' εκαλέσανε, να πα' να στεφανώσω”.
-”Σαν έχεις πόδια να σταθείς και μέση να λυγίσεις,
σαν έχεις σίδερο καρδιά, στέφανα να φιλήσεις,
να στεφανώσεις πήγαινε, συντέκνισσα να γίνεις”.
Έκατσε και στολίστηκε 'πο το πουρνό ως το γιόμα.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και τον καθάριο αυγερινό τον βάνει δαχτυλίδι,
τον άμμο τον αμέτρητο τον βαν' μαργαριτάρια
παίρνει τις σκλάβες απ' εμπρός και στη χαρά παγαίνει.
Χάνει παπάς τα γράμματα κι ο διάκος τα χαρτιά του
και τα μικρά διακόπουλα χάσαν τα λογικά τους.
-”Ψέλνε, παπά, ως έψελνες, διάκε, ως καλονάρχας,
κι εσείς μικρά διακόπουλα, 'λάτε στα λογικά σας.
Παπά μ', αν είσαι χριστιανός και ξέρεις απ' αγάπη,
για σήκωσε τα στέφανα και βάλ'τα στην κουμπάρα”.

Πηγή: Ν. Γ. Πολίτης, Δημοτικά Τραγούδια. Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, 1958

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Ένας κακός άνθρωπος

 Φωτεινή Τέντη



Τον θυμάμαι να περνάει από το σπίτι μας, σύριζα στη βερικοκιά, για να κλέψει κανένα βερίκοκο και να το χώσει κατευθείαν στις δεκάδες σακούλες που κρατούσε.
Όλα τα άρπαζε βιαστικά και φαινόταν να παίρνει τέτοια χαρά, που χτυπούσε παλαμάκια σαν μικρό παιδί.
Γυρνούσε στους δρόμους με ένα μόνιμο αδιάφανο χαμόγελο στο αξύριστο πρόσωπό του, διάπλατα ανοιχτά μάτια που έμοιαζαν τρομαγμένα, βρώμικα ρούχα και σαγιονάρες χειμώνα-καλοκαίρι.
Τον πετύχαινα πολύ συχνά να περπατάει με μια ελαφριά πλάγια κλίση στο σώμα και να μιλάει με αόρατους συνομιλητές που μόνο εκείνος έβλεπε και άκουγε.
Ο «τρελός» της περιοχής. Κάθε περιοχή που σέβεται τον εαυτό της, έχει και τον τρελό της.
Έτσι κι εμείς, εκεί στα δυτικά της Αττικής, είχαμε τουλάχιστον έναν αλαφροΐσκιωτο να ταράζει τη φυσιολογική μας καθημερινότητα.
«Δεν έχει ανθρώπους να τον φροντίζουν;» είχα ρωτήσει τη μάνα μου ως πιο ενήμερη για τα νέα της περιοχής.
«Έχει γυναίκα και παιδιά, αλλά πάντα τους φέρονταν άσχημα και δεν τον αγάπησαν ποτέ. Τώρα, του δίνουν κάποια φάρμακα και τον έχουν απομονώσει στο υπόγειο. Ίσα για να μην είναι επικίνδυνος. Ήταν πάντα κακός άνθρωπος».
«Ήταν πάντα κακός άνθρωπος…Τι έκανε δηλαδή;» ρώτησα.
«Τσακωνόταν με όλο τον κόσμο, φώναζε, ήταν πολύ νευρικός…» μου απάντησε η μάνα μου.
«Μήπως θα έπρεπε να είχε πάει σε κάποιο γιατρό;» ρώτησα πάλι.
«Σε γιατρό, γιατί; Τα τελευταία χρόνια που έχει γίνει επικίνδυνος, του δίνουν ψυχοφάρμακα. Απ’ την κακία του, έστριψε το μυαλό του…».
Σκέφτηκα τους δικούς του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του που μεγάλωσαν μαζί του, πόσο χυμένο αίμα κουβαλάνε από πληγές που τρέχουν από έναν πατέρα που «ήταν πάντα κακός».
Σκέφτηκα κι εκείνον. Ταραγμένη ψυχή και δύσμορφη, με χέρια κομμένα, ανίκανη να ζητήσει βοήθεια.
Δεν ξέρω για ποιον από όλους νιώθω πιο άσχημα…
Κάποια μέρα που τον άκουσα ξανά να φωνάζει λόγια ακατάληπτα, βγήκα στον κήπο και τον περίμενα. Κρατούσα στα χέρια μου μια χούφτα βερίκοκα. Όταν πλησίασε, στάθηκε απότομα και μου γύρισε την πλάτη.
Ψιθύριζε κάτι που δεν καταλάβαινα, με σκυμμένο το κεφάλι του, τρίβοντας το ελεύθερο από τις σακούλες χέρι του, στα πλευρά του.
Μια κίνηση ρυθμική, επαναλαμβανόμενη, που έμοιαζε να παίρνει ρυθμό από τη φωνή του.
Μείναμε για λίγο και οι δύο στις θέσεις μας, ώσπου πήρα ανάσα, τον πλησίασα και έριξα τα βερίκοκα σε μια από τις πλαστικές σακούλες. Το μόνο που έκανε, ήταν να με κοιτάξει κλεφτά, χωρίς να στρίψει το κεφάλι, αλλά με τα την ίριδα των ματιών του να γυρνάει στο πλάι...Κάτι σαν θαμπά κίτρινα φεγγάρια. Πρώτη φορά έβλεπα κίτρινα μάτια…
Μετά προχώρησε με γρήγορα, αλαφιασμένα βήματα, μέχρι που άρχισε να προχωράει σχεδόν τρέχοντας.
Αυτό επαναλαμβάνονταν για μια εβδομάδα σχεδόν.
Κάποια στιγμή, τα βερίκοκα σώθηκαν, μόνο κάτι χαλασμένα είχαν μείνει κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήθελα να λείψω από το καθημερινή συνάντησή μας και αποφάσισα ότι από το να μην του δώσω τίποτα, καλύτερα θα ήταν να πάρω έστω και δύο-τρία χαλασμένα και να του τα προσφέρω.
Θυμάμαι ότι για πρώτη φορά το βλέμμα του γύρισε ολόκληρο προς εμένα με τόσο παράπονο, που ντράπηκα και χαμήλωσα εγώ τα μάτια μου.
Από τότε δεν ξαναφάνηκε από το σπίτι μας. Τον έχασα κι από τους γύρω δρόμους που συνήθιζε να περιπλανιέται.
Μάζεψα και πέταξα όλα τα χαλασμένα βερίκοκα με τόση μανία, που τα χέρια μου γέμισαν πορτοκαλί, πηχτό χυμό.
Όσο κι αν τα έπλενα, δεν έφευγε από πάνω τους για καιρό.
Δεν ξέρω γιατί στο καλό με τιμωρούσα. Ίσως, γιατί είχα πιστέψει πως δεν πείραζε να του προσφέρω χαλασμένα φρούτα.
Ίσως, πάλι, για όλους τους τρελούς που ήταν κάποτε τόσο «κακοί» και δεν τους πρόσφερε ποτέ κανείς ούτε έναν γερό καρπό.
Μοναχά, τους πετροβολήσαμε...